- δάμνιππος
- δάμν-ιππος, Rosse bändigend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δάμνιππος — ο (Α δάμνιππος, ον) νεοελλ. νεαρός ιππέας ο οποίος καβαλικεύει τα άλογα που για πρώτη φορά οδηγούνται σε ιππασία αρχ. όποιος δαμάζει ίππους. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμν τού ρ. δάμνημι «δαμάζω» + ίππος] … Dictionary of Greek
δάμνιππον — δάμνιππος horse taming masc/fem acc sg δάμνιππος horse taming neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαμνίππου — Δάμνιππος horse taming masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμνίππου — δάμνιππος horse taming masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαμνίππων — Δάμνιππος horse taming masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμνίππων — δάμνιππος horse taming masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δάμνιππον — Δάμνιππος horse taming masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek